- χαλκένδυτος
- χαλκ-ένδῠτος, ον,A brass-clad, Sch.E.Ph.1130.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκένδυτος — ον, Α καλυμμένος με ελάσματα χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ἐνδυτός (< ἐνδύω), πρβλ. ποδ ένδυτος] … Dictionary of Greek
χαλκενδύτοις — χαλκένδυτος brass clad masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek